Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022 – 11.30 πμ

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ” της Άλκης Ζέη

Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου

Κεραμεικός

Θέατρο ανηλίκων

της Μαρίνας Αποστόλου

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η’…: Ο Πέτρος είναι το παιδί που μαθαίνει βιωματικά το “ή”, αυτό με τον τόνο, το “ή” το διαζευκτικό, που λέμε, της γλώσσας κι ας έχει φάει κατσάδες από το δάσκαλό του στο σχολείο για το λόγο αυτό. Κατσάδες που δεν πιάσανε ποτέ μέχρι που ήρθαν τα πανό με τα συνθήματα.

Μαθήματα σκηνοθεσίας παραδίδει ο Τάκης Τζαμαργιάς μέσα από την παράσταση “Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου” στο θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου στον Κεραμεικό, κάθε Κυριακή με διπλή παράσταση στις 11.00 πμ και 15.30 μμ αντίστοιχα. Συνοδοιπόροι στο έργο του ο Χρήστος Τζαμαργιάς ως πρώτος βοηθός σκηνοθέτη και η Νεφέλη Βλαχοπαναγιώτη ως δεύτερη βοηθός. Ο Τάκης Τζαμαργιάς υπογράφει επίσης και τη διασκευή του μυθιστορήματος της Άλκης Ζέη σε συνεργασία με τον Σάββα Κυριακίδη. Σημειωτέο ότι πρόκειται για την τέταρτη φορά που ο Τζαμαργιάς σκηνοθετεί το εν λόγω έργο.

Υπόθεση του έργου & δραματολογική ανάλυση

Βρισκόμαστε στα 1940, 27 Οκτωβρίου, μία ημέρα πριν την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο Πέτρος, 9 χρονών, μαθητής της Δ’ τάξης του δημοτικού σχολείου, ζει μαζί με την οικογένειά του στην Κυψέλη στον πρώτο όροφο ενός δίπατου κτηρίου. Η οικογένειά του αποτελείται από τους γονείς του Ανδρέα -λογιστή στο επάγγελμα- και Ελένη, την Αντιγόνη, την αδελφή του, ετών δεκατεσσάρων και τον παππού του, συνταξιούχο υποβολέα που δεν παύει να νοσταλγεί τις παλιές χρυσές στιγμές του θεάτρου και ειδικότερα τη “μεγάλη Αντιγόνη”, πιθανότατα ντίβα της υποκριτικής στην οποία οφείλει και το όνομά της η εγγονή του.

Στο δεύτερο όροφο κατοικεί ο καλύτερός του φίλος, ο Σωτήρης μαζί με τη δική του οικογένεια ενώ από το οίκημά τους μπορεί κανείς δει την Ακρόπολη. Στη γειτονιά αυτή υπάρχει κι ένας φούρνος που ανήκει σε Ρώσους οι οποίοι έχουν τρεις κόρες τις επονομαζόμενες “τρεις τσαρίνες”.

Η 27η Οκτωβρίου είναι μια μέρα καλά χαραγμένη στη μνήμη του Πέτρου. Είναι η απαρχή μιας ζωής γεμάτη περιπέτεια, αγωνία, στερήσεις, φόβο, αβεβαιότητα αλλά και δράση, δυνατές φιλίες, ελπίδα και εξέλιξη. Μία μέρα πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και για την Ελλάδα, πεθαίνει το τριζόνι του Πέτρου, το αγαπημένο του ζουζούνι. Δεν είναι όμως το μοναδικό του κατοικίδιο. Υπάρχει και ο Θόδωρος, μια χελώνα την οποία απέκτησε δίνοντας ως αντάλλαγμα ένα σακουλάκι σβόλους. Το σπίτι του Πέτρου μυρίζει πράσινο σαπούνι από τη λάτρα της μητέρας του ενώ η Αντιγόνη, έφηβη καθώς είναι, κατσαρώνει τα μαλλιά της για να μοιάσει στις Αμερικανίδες σταρ του σινεμά και μεγαλοπιάνεται εφόσον επιλέγει να συναναστρέφεται μόνο αγόρια από το Αμερικανικό Κολλέγιο. Ο Ανδρέας, υπάλληλος σε εταιρεία, κερδίζει λίγα και για το λόγο αυτό εργάζεται πάντα ως λογιστής και στο σπίτι.

Είναι Κυριακή και ο Πέτρος δεν έχει προετοιμαστεί για τη γεωγραφία της επομένης μέρας στο σχολείο. Στο σπίτι τους καταφθάνει ο θείος τους ο Άγγελος για να συμφάγουνε μοσχαράκι με πατάτες. Ως νέος άνδρας, θέλει να ζήσει τη ζωή του -είναι 32 ετών και μετά το γεύμα τον περιμένει το “ραντεβουδάκι του”- γνωρίζει όμως καλά ότι ο πόλεμος δε θα αφήσει την Ελλάδα ατάραχη γι’ αυτό και προειδοποιεί την οικογένεια να εξασφαλίσει αλεύρι και ζάχαρη. Η Ρίτα, η καλύτερη φίλη της Αντιγόνης και Εβραία στο θρήσκευμα, είναι ερωτευμένη μαζί του κι ενθουσιάζεται όταν εκείνος, επιστρατευμένος πλέον, την αποχαιρετά με ένα φιλί.

Ο Β’ ΠΠ είναι πια γεγονός. Η Ελένη δε βρίσκει τρόφιμα στον μπακάλη ενώ ο Ανδρέας γρήγορα χάνει τη δουλειά του. Γι’ αυτό και μένει πια πολλές ώρες στο σπίτι και παρακολουθεί με βάση τον χάρτη την πορεία του ελληνικού στρατού. 

Τα αγόρια ωστόσο απ’ τη μεριά τους είναι χαρούμενα γιατί “χάνουν σχολείο” και μέσα στη φυσιολογική τους αθωότητα ξεκινούν για ένα βίωμα που θα τα κάνει να ανδρωθούν απότομα.

Κι όσο ο ελληνικός στρατός προελαύνει και σημειώνει νίκες όπως το Τεπελένι, τόσο ο κόσμος πίσω στην Αθήνα παλεύει να επιβιώσει με κάθε τρόπο. Οι γυναίκες πλέκουν κασκόλ και κάλτσες. Η Λέλα, γειτόνισσα της οικογένειας, αρραβωνιάζεται τον Μάικλ, Εγγλέζο αξιωματικό φιλοξενώντας και τον σκύλο του τον Στορμ, τον οποίο ως φιλόζωος θα λατρέψει και ο Πέτρος. Ο Άγγελος στέλνει γράμμα από το μέτωπο και παραπονιέται για κρυοπαγήματα στο πόδι ενώ οι τσαρίνες εκμεταλλεύονται την ευκαιρία και καρπώνονται τα κοσμήματα της Ελένης έναντι τροφίμων. Στην υπόθεση του έργου δρα έμμεσα και ο Κοντογιάννης, λαδέμπορας και όπως καταλαβαίνουμε μαυραγορίτης που αργότερα θα παντρευτεί τη μητέρα του Σωτήρη και θα την πάρει μαζί του στη μακρινή Αλεξανδρούπολη, χωρίς το Σωτήρη. 

Ο Πέτρος εκφράζει το εύλογο ερώτημα γιατί τα δεκανίκια έχουν το ίδιο χρώμα με τα φέρετρα… Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων έχουν αρχίσει να ραγίζουν φυσική συνέπεια των βασικών ελλείψεων (για παράδειγμα η Ελένη πιέζει τον Ανδρέα να βρει δουλειά, πράγμα όμως δύσκολο για την εποχή). Οι Εγγλέζοι αποχωρούν και οι Έλληνες ψάχνουν για ο,τιδήποτε εκείνοι έχουν αφήσει πίσω τους. Ο Πέτρος με τον Σωτήρη βρίσκουν ένα σακί με σόλες. Κατεβαίνουν στο Μοναστηράκι να πουλήσουν τα λάφυρά τους κι εκεί συναντούν μια σειρά από φιγούρες-καρικατούρες, χαρακτηριστικές της τότε έκφυλης εποχής και της υποκουλτούρας της: αόμματους να περιφέρονται, επαίτες, παπατζήδες, τσιγγάνες, πωλήτριες θρησκευτικών εικόνων, μικροπωλητές γενικότερα αλλά και πρόσωπα που ανεβάζουν πρόχειρες παραστάσεις με επίκαιρα θέματα πίσω από ένα απλό πανί ή που επιδεικνύουν μυϊκή δύναμη ως θέαμα για λίγα λεφτά.

Τα αγόρια χάνουν τον “θησαυρό” τους κι είναι τόσο κρίμα αυτό γιατί οι σόλες του Σωτήρη είναι διάτρητες… Εισβάλλουν στο μεταξύ οι Γερμανοί που βρίσκονται πια “intra portas” όπως θα πει ο παππούς… Κι έχουν καταφθάσει με μισανθρωπία και αγριότητα έτοιμοι να τα κατασπαράξουν όλα, χωρίς να σεβαστούν τίποτα. Είμαστε πλέον στον Απρίλιο του 1941.

Η Λέλα, όπως είχε πράξει και με τον Ιταλό, φιλοξενεί τώρα ένα Γερμανό αξιωματικό, τον Γιαούρτερ. Τα αγόρια από τη μεριά τους τον αποκαλούν χλευαστικά “γιαουρτομούτσουνο”. Στο μεταξύ, επιστρέφει ο Άγγελος από το μέτωπο με μπαστούνι κι όχι ήρωας πάνω σε άλογο, όπως ονειρευόταν ο Πέτρος… τους αφηγείται τις σκληρές δοκιμασίες που πέρασε λόγω της πείνας και του υπερβολικού κρύου. Γεμάτος ψείρες, ομολογεί ότι χρειάστηκε και να ζητιανέψει και να πουλήσει το χρυσό μενταγιόν της Ρίτας με αντάλλαγμα μισό καρβέλι ψωμί… Οι φαντάροι επέστρεψαν από τον πόλεμο τραυματίες κυρίως από χιονίστρες κι όχι από βόλια…

Στη γειτονιά η μάνα της Λέλας, η μεγάλη Λεβένταινα, κρατά επιδεικτικά ένα καρβέλι ψωμί και τα αγόρια σκύβουν στον δρόμο για να γλείψουν τα ψίχουλα. Η μπριζόλα που τηγανίζει για τον φίλο της το Γερμανό προκαλεί κι άλλο την πείνα των παιδιών ενώ ο Γιαούρτερ δε διστάζει να μαστιγώσει τον σκύλο, τον Στορμ γιατί τόλμησε να τον δαγκώσει.

Έχει φθάσει λοιπόν η στιγμή που επιβάλλεται ένα στρατηγικό σχέδιο, σύμφωνα με τον Σωτήρη. Πέτρος και Σωτήρης ζητούν τη βοήθεια του Γιάννη, που έχει μύτη σαν να καρφώνει κεφτέδες αλλά αγαπά την Αντιγόνη και της στέλνει ένα βιβλίο με ποιήματα του Αγαρινού. Η Ελένη πάλι μαλώνει τον Πέτρο που αντιμιλάει στη Λεβένταινα καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να τους θέσει σε κίνδυνο. Είναι σημαντικό να σωθεί κάποιος από τους Γερμανούς, έστω κι αν αυτός είναι μόνο ένας σκύλος, τονίζει ο Γιάννης στον Πέτρο.

Κι ο καιρός περνά, ο Ανδρέας παραμένει άνεργος  ενώ ακούει ραδιόφωνο, συσκευή ενημέρωσης που πρόκειται σύντομα να σφραγιστεί από τους Γερμανούς ως απαγορευμένη.

Ο Πέτρος βλέπει εφιάλτη με τον σκύλο, τη μάνα της Λέλας και τον Γιαούρτερ. Η Αντιγόνη, συνεπαρμένη, διαβάζει την ποιητική συλλογή κι ομολογεί ότι πια δεν αγαπά τον Δημήτρη του ιδιωτικού σχολείου γιατί υποστηρίζει τους Γερμανούς ως σίγουρους μέλλοντες νικητές…

Τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο κι ο Πέτρος με τον Σωτήρη ωριμάζουν μέσα από αυτά και την τραχύτητά τους. Σεπτέμβριος του 1941 και το σύστημα ύδρευσης στην Αθήνα παρουσιάζει φθορά με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι άνθρωποι να πιουν αρκετό νερό για να φουσκώσει η κοιλιά τους κι έτσι να μην πεινούν και κατά συνέπεια να μην υποφέρουν. Η Ελένη δε μυρίζει πια πράσινο σαπούνι όπως παλιά, δεν προτείνει στον Πέτρο να δοκιμάσει το γλυκό που ετοίμασε, δεν τον παίρνει μαζί της στα μαγαζιά για να διαλέξει ένα κομψό καπέλο… Αντίθετα, διαπληκτίζεται όλο και πιο συχνά με τον Ανδρέα. Πρόκειται για μια εξαιρετικά ξεχωριστή σκηνή τόσο κειμενικά διά χειρός Άλκης Ζέη όσο και σκηνοθετικά μέσα από τη ματιά του Τζαμαργιά.

Ο Άγγελος ετοιμάζεται να φύγει μάλλον στην Αίγυπτο ενώ η Αντιγόνη τραγουδά “τι ωραίο ν’ αγαπάς κάποιον που φεύγει μακριά…”. Ως νέα κοπέλα ο έρωτας την απασχολεί, κάτι που δεν ισχύει ακόμη για τον νεαρότερο Πέτρο. Και εδώ η σκηνοθεσία είναι άριστη με την κοπέλα να υμνεί και τα μέλη της οικογένειάς της να χορεύουν παράλληλα.

Η παρακμή στη ζωή των δραματικών προσώπων βαθαίνει με τα παιδιά να μην πολυπηγαίνουν στο σχολείο, τον δάσκαλο τον κύριο Λουκάτο (με τη βαριά προφορά της επαρχίας) να δικαιολογεί την απουσία των μαθητών του και να μην κρατάει πια βέργα αλλά και τον Σωτήρη να ισχυρίζεται ότι έχει πιάσει δουλειά ενώ στην πραγματικότητα έχει γίνει ζητιάνος στο λεωφορείο. Δίπλα του πάντα ο Πέτρος που του έχει φυλάξει μια φέτα ψωμί: δώρο ανεκτίμητο!

Ιδιαίτερα αντιδραστικός παρουσιάζεται ο παππούς που δε θα είχε αντίρρηση αν ο Πέτρος γινόταν επαίτης προκειμένου να του προσφέρει λίγη σκόνη γάλα. Διαμαρτύρεται για το πάχος που έχουν οι φέτες το ψωμί ενώ ξεπέφτει εντελώς όταν προσπαθεί να σφάξει τη χελώνα για να την κάνει σούπα! Η Αντιγόνη συζητά με τον Πέτρο στην κουκέτα όπου κοιμούνται για τη συμπεριφορά του παππού αλλά και τη θυσία της μητέρας που τρώει πάντα σε ρηχό πιάτο. Συστήνει δε στον αδελφό της να σφίγγει το μαξιλάρι στην κοιλιά του για να μην ενοχλείται από το αίσθημα της πείνας…

Σωτήρης και Πέτρος αποφασίζουν να πάρουν μέρος στην Αντίσταση με τα ψευδώνυμα Κίμωνας και Τσουένι αντίστοιχα. Τα συνθήματα που γράφουν στους τοίχους αποδεικνύουν ότι οι λέξεις μπορούν να αποτελέσουν μεγάλα όπλα ενώ στο ατελιέ που συχνάζουν με σκοπό να οργανώνονται ομαδικά κατά των Γερμανών θα γνωρίσουν πρόσωπα μεγαλύτερα ηλικιακά όπως τον Αχιλλέα αλλά και τη Δροσούλα, τη ζωγράφο.

Πώς θα βιώσουν οι ήρωες τη συνέχεια της Κατοχής με τα συσσίτια, τους αγώνες, τη φυγή στο βουνό, τις επικίνδυνες αιματηρές διαδηλώσεις, τον τρόμο και το κρύο; Ποια θα είναι η τύχη του Σωτήρη που είναι αδύνατος και ρακένδυτος και όχι αρκετά παρουσιάσιμος για τον πατριό του; Ποια επίσης η τύχη της όμορφης Δροσούλας με το κόκκινο φόρεμα αλλά και της Ρίτας που είναι Εβραία; Τι θα έχει διδάξει η εμπειρία του πολέμου σε όσους κατάφεραν και επιβίωσαν;

Κριτική της παράστασης

Αναμφίβολα, πρόκειται για μια παράσταση άριστη καθ’ όλα. Τόσο ως προς τη σκηνοθεσία όσο και ως προς τις ερμηνείες, τα σκηνικά, τα κοστούμια, τη μουσική. Όλοι οι ηθοποιοί, ανεξαιρέτως, κινούνται και τραγουδούν υπέροχα πάνω στη σκηνή. Όλοι μαζί συνιστούν ένα μοναδικά υποδειγματικά δεμένο θίασο. Αρκετοί δε από αυτούς υποδύονται δύο και τρεις ρόλους κατά τη διάρκεια της παράστασης, πράγμα διόλου εύκολο επί δύο ώρες και πλέον δίχως διάλειμμα. 

Ο Τζαμαργιάς, αναμφισβήτητα, εντυπωσιάζει χωρίς εντυπωσιασμούς. Αξιοποιεί στο έπακρον το δυνατό και συγκινητικό κείμενο της σπουδαίας Άλκης Ζέη κι απευθύνει με ζεστή αμεσότητα τα μηνύματα του έργου τόσο στα παιδιά, που είναι το κοινό-στόχος της παράστασης και που έρχονται σε επαφή με παντελώς άγνωστες έννοιες όπως η Κατοχή και το συσσίτιο όσο και στους ενήλικες που έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν διάφορες ανοικείες πτυχές της περιόδου εκείνης στην Αθήνα. 

Ανατριχιαστικός, θα λέγαμε, είναι ο παραλληλισμός με τη σημερινή εποχή και την κρίση που έχει προκαλέσει ο κορωνοϊός. Ακούμε μέσα στο έργο να λέγεται εμφατικά: “πρώτα θα πεθάνουν οι γέροι!” Ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει αναφερθεί σε σχετικό βίντεο για τις αναλογίες των δύο εποχών υπογραμμίζοντας πολύ σωστά ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο, όλα μπορεί να αλλάξουν και να χαθούν αλλά και ότι η ζωή προχωράει και όλοι γινόμαστε πιο δυνατοί μόνο μέσα από τις δυσκολίες της.

Πληροφορίες για την παράσταση: https://vasilakou.theater/project/o-megalos-peripatos-tou-petrou/ 

Espa Banner
Μετάβαση στο περιεχόμενο