Μια φορά κι έναν καιρό, όταν οι μαμάδες σας δεν είχαν ακόμα γεννηθεί και οι γιαγιάδες σας ήταν μικρά κορίτσια, ένα κορίτσι γύρω στα δεκαπέντε είχε βάλει το ξυπνητήρι για να σηκωθεί να πάει την άλλη μέρα σχολείο. Το είχε βάλει αρκετά νωρίς γιατί εκείνη η μέρα που ξημέρωνε ήταν μια σημαντική μέρα γι’ αυτή. Είχε γράψει ένα έργο για το κουκλοθέατρο του σχολείου και μια επιτροπή από τις πιο μεγάλες τάξεις θα έδινε την έγκριση αν ήτανε να παιχτεί. Το κορίτσι δεν άκουσε το ξυπνητήρι γιατί, πριν χτυπήσει, την ξύπνησε η μητέρα της. –Σήκω! της είπε με ταραγμένη φωνή, η αδελφή σου σηκώθηκε κιόλας. Δεν ακούς τις σειρήνες! Έγινε πόλεμος!
Η μέρα ήταν μια Δευτέρα, στις 28 Οκτωβρίου του 1940. Και το κορίτσι ήμουν εγώ.
Έτσι έζησα τον πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση, την απελευθέρωση. Το έργο μου παίχτηκε στο κουκλοθέατρο παρ’ όλο που ήταν Κατοχή, πείνα και τρόμος. Και στα θέατρα παίζανε σπουδαία έργα, κι οι συγγραφείς γράψανε ποιήματα και μυθιστορήματα που τα διαβάζουμε και τα θαυμάζουμε ως σήμερα, γιατί δεν θέλανε ν’ αφήσουνε τον κόσμο να ζει μόνο μέσα στον τρόμο και την πείνα.
Τίποτα δεν ξέχασα από κείνα τα χρόνια που έζησα, από τις 28 Οκτωβρίου του 1940, που μας κήρυξαν οι Ιταλοί τον πόλεμο, κι αργότερα και οι Γερμανοί, ως τις 12 Οκτωβρίου του 1944, που απελευθερώθηκε η Ελλάδα. Κι ακόμα δεν ξέρω γιατί είμαστε η μόνη χώρα της Ευρώπης που δεν γιορτάζει τη μέρα της απελευθέρωσης, που, για τη δικιά μας τουλάχιστον γενιά, ήταν η ομορφότερη μέρα της ζωής μας.
Έτσι λοιπόν έζησα τον πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση. Δύσκολες μέρες. Κρύο, πείνα… Ζούσαμε όμως έντονες στιγμές και σχεδόν όλοι, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, παλεύαμε για να φύγει ο καταχτητής. Περνούσαμε αγωνίες μα και μεγάλες χαρές και μ’ ενθουσιασμό πηγαίναμε να γράψουμε στους τοίχους τη λέξη «λευτεριά» με κίνδυνο να μας σημαδέψουν ίσια στην καρδιά. Πιστεύαμε πως, γράφοντας αυτήν τη λέξη, η λευτεριά θα έρθει σίγουρα και κάναμε όνειρα πολλά, όνειρα για τη ζωή που θα ζούσαμε τότε.
Στα παιδιά μου, αντί για παραμύθια, διηγιόμουνα όλες αυτές τις σημαντικές μέρες που έζησα και δεν ξεχνούσα ούτε μια λεπτομέρεια. Δεν ξέρω αν τις έλεγα γι’ αυτά ή για μένα, για να μην τις ξεχάσω.
Διηγιόμουνα λοιπόν στην Ειρήνη και τον Πέτρο κάθε βράδυ και μια ιστορία των παιδικών και των πρώτων εφηβικών μου χρόνων και βλέποντας πως τους άρεσε πιο πολύ από το να τους πω τη Χιονάτη και τους εφτά νάνους, σκέφτηκα γιατί να μη διηγηθώ αυτή την ιστορία και σ’ άλλα παιδιά και σ’ όλα τα παιδιά της Ελλάδας.
Δανείστηκα το όνομα του γιου μου του Πέτρου και πολλά από το χαρακτήρα του, κι έτσι άρχισε ο Μεγάλος περίπατος του Πέτρου, μέσα σε μια τόσο σημαντική εποχή για τη χώρα μας, και περπατάει ακόμα, από το 1972 που έγραψα το βιβλίο.
Άλκη Ζέη