Γράφει ο Δημήτρης Καλαντζής

Οι «Ήρωες» ανέβηκαν στο Λονδίνο από τον Τομ Στόπαρντ και κέρδισαν τον θαυμασμό του κοινού και της κριτικής ως ένα έργο που «αναδύει συναισθηματισμό από κάθε πόρο του» και μία παράσταση που προσφέρει την απόλαυση «να παρακολουθείς τρεις έμπειρους ηθοποιούς να κάνουν με τον καλύτερο τρόπο τη δουλειά τους». Δε θα μπορούσε κάποιος να γράψει πολλά πράγματα διαφορετικά για τους «Ήρωες» της Αθήνας από τον Νικίτα Μιλιβόγεβιτς στο «Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου» με τους εξαιρετικούς – μα, εξαιρετικούς! – Γιάννη Φέρτη, Δημήτρη Πιατά και Ιεροκλή Μιχαηλίδη σε μαθήματα υποκριτικής πάνω σε μία γλυκιά και πικρή, κωμική και παράλογη, νοσταλγική και αέρινη παρτιτούρα.

Το έργο του Gerald Sibleyras με τον πρωτότυπο τίτλο «O άνεμος στις λεύκες» γράφτηκε το 2003 ως μία κωμωδία για τρεις βετεράνους του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου που ζουν σε οίκο ευγηρίας χωρίς δεσμούς με τον έξω κόσμο. Οι τρεις συναντιούνται καθημερινά σε μία ταράτσα, χλευάζουν τους άλλους «σαλιάρηδες» ηλικιωμένους, αναπολούν τις επιτυχίες τους στο στρατό και την ερωτική ορμή της νιότης τους, και ονειρεύονται να αποδράσουν από τον οίκο ευγηρίας – στην ουσία από τα γηρατειά και το αναπόφευκτο τέλος που βλέπουν να έρχεται. Όλα αυτά με έναν κωμικό τρόπο, αρκετά στοιχεία θεάτρου του παραλόγου και διάθεση υπέρβασης της σκληρής πραγματικότητας με τη δύναμη της φαντασίας να παλεύει ισότιμα με την αδυναμία του σώματος.

Ο Φερνάρντ (Γιάννης Φέρτης) είναι ο πραγματιστής της παρέας. Με ένα θραύσμα βλήματος καρφωμένο στο κεφάλι του, παθαίνει συνεχώς λιποθυμικά επεισόδια που γίνονται αφορμή για να σταματούν οι καυγάδες μεταξύ των άλλων δύο, ώστε να του προσφέρουν βοήθεια. Ζει δέκα χρόνια στον οίκο ευγηρίας, αρνούμενος την πρόταση της αδελφής του να του προσφέρει στέγη. Είναι ξεροκέφαλος, κυνικός για τη ζωή («οι γυναίκες επιλέγουν άντρες για το χιούμορ ή τα λεφτά τους») και πανικοβάλλεται στην ιδέα του θανάτου με την παρανοϊκή σκέψη ότι η διευθύντρια του οίκου ευγηρίας θα τον σκοτώσει επειδή φτάνει κάποιος νέος τρόφιμος με την ίδια ημέρα γενεθλίων με τη δική του και «ποτέ δεν γιορτάζονται τα γενέθλια δύο τροφίμων την ίδια ημέρα στον οίκο ευγηρίας».

Ο Ρενέ (Δημήτρης Πιατάς), με ένα πόδι σακατεμένο στον πόλεμο, είναι ο καλόβολος της παρέας, που έλκεται από την παρέα των δύο άλλων αλλά δεν αποκόπτεται από την κοινωνία του οίκου ευγηρίας. Είναι ο προσαρμοσμένος στα «όρια» της ζωής που μπορεί να έχει ένας ηλικιωμένος με αναπηρία, χωρίς όμως να εγκαταλείπει και την προσπάθεια για κάτι καλύτερο, όπως ένα ραντεβού με την διευθύντρια του γειτονικού Παρθεναγωγείου.

Ο Γκουστάβ (Ιεροκλής Μιχαηλίδης) έχει μόλις έξι μήνες στον οίκο ευγηρίας και ανατριχιάζει στην ιδέα ότι θα μπορούσε η «πριβέ» ταράτσα των τριών να γεμίσει και με άλλους «γέρους». Ο Γκουστάβ βαδίζει οριακά ανάμεσα στην αυστηρή λογική και την απόλυτη παράνοια. Κοιτάζει με τα κιάλια του τις ευθυτενείς λεύκες του απέναντι λόφου και οργανώνει το σχέδιο απόδρασης των τριών (που δυσκολεύονται να κάνουν ακόμα και ένα απλό πικ νικ έξω από το φράχτη του γηροκομείου) στην μακρινή γαλλική Ινδοκίνα. Πιστός του φίλος είναι ένας πέτρινος διακοσμητικός σκύλος της ταράτσας (ένα από τα ευρήματα του έργου που δεν πρέπει να αποκαλύψουμε).

Ο Gerald Sibleyras δεν ενδιαφέρεται να παρουσιάσει στο έργο του τρεις χαρακτήρες με δομημένο παρελθόν από το οποίο οι θεατές θα μπορούσαν να εξηγήσουν τις σκέψεις και τη συμπεριφορά των ηρώων του. Του αρκεί η περιγραφή «ένας τρελός, ένας κουτσός κι ένας σακάτης» (όπως ακούγεται στην παράσταση) για να χτίσει το θέμα του: τις διαψεύσεις και τα όνειρα τριών ανθρώπων, αντιμέτωπων με το τέλος της πορείας τους, το σημείο εκείνο δηλαδή που κανείς δεν μπορεί να αλλάξει κάτι ριζικά παρά μόνο να εφεύρει τρόπους (ρεαλιστικούς ή μη) για να ζει λιγότερο οδυνηρά. Ο συγγραφέας πετυχαίνει το κωμικό αποτέλεσμα με έξυπνους ελιγμούς ανάμεσα σε παράλογες καταστάσεις και την έκφραση των αθάνατων επιθυμιών του ανθρώπου, χωρίς ούτε στιγμή να ζητά από τους θεατές να λυπηθούν αυτούς τους «ιδιόρρυθμους τύπους» που βλέπουν στη σκηνή.

Η σκηνοθεσία του Νικίτα Μιλιβόγεβιτς σέβεται απόλυτα το έργο. Σε ένα λειτουργικό σκηνικό με μικρές διαφορές επιπέδων (Γιώργος Γαβαλάς), εναλλαγή ψυχρών και θερμών φώτων (Ελευθερία Ντεκώ) και φθινοπωρινά φύλλα να πέφτουν σε κάθε αλλαγή σκηνής, η παράσταση δε χρειάζεται να εκβιάσει τα συναισθήματα των θεατών με ακραίες οπτικές ή ακουστικές επιλογές (μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός). Στον Μιλιβόγεβιτς αρκεί η δημιουργία ενός αρμονικού και κομψού πλαισίου που θα δώσει τον χώρο στους τρεις πρωταγωνιστές του για να λάμψουν. Και το καταφέρνει με επιτυχία.

Ο Γιάννης Φέρτης εκπλήσσει με την κωμικότητα και το κέφι που παίζει τον Φερνάρντ, ο Δημήτρης Πιατάς τιθασεύει την πληθωρική του εκφραστικότητα και δίνει μία από τις πιο ουσιαστικές ερμηνείες της μεγάλης διαδρομής του και ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης σε κάνει να πιστέψεις ότι δεν υποκρίνεται τον Γκουστάβ αλλά είναι Γκουστάβ.

Γιατί να δω την παράσταση:

  • Για τις ερμηνείες των Φέρτη, Πιατά και Μιχαηλίδη.
  • Για τον συναισθηματισμό (και όχι μελοδραματισμό) του έργου.
  • Για τους γλυκούς και πικρούς τόνους που εναλλάσσονται αρμονικά στην παράσταση, δημιουργώντας έναν συμπαγή θεατρικό κόσμο.

Γιατί να μην δω την παράσταση:

  • Γιατί μου αρέσουν μόνο οι εντυπωσιακές και υψηλότονες παραστάσεις.

Δημήτρης Καλαντζής

Πηγή: tospirto.net

Espa Banner
Μετάβαση στο περιεχόμενο