Γράφει η Γιώτα Δημητριάδη

«Ξέρεις γιατί (οι χήνες) πετάνε σε σχηματισμό νίκης;»

«Όχι».

«Η μπροστινή σπρώχνει τον αέρα, ώστε οι άλλες να μην κουράζονται πολύ.
Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού οδηγούν το κοπάδι εναλλάξ».

«Πρόβλημα χρόνου δεν υπάρχει… Έχουμε μπόλικο στη διάθεσή μας…» Αυτή η ατάκα από τους «Ήρωες»,

έργο του Γάλλου δραματουργού Gerald Sibleyras γραμμένο το 2003 που ανεβαίνει για πρώτη φορά στη χώρα μας σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτς και μετάφραση της Μαριάννας Τόλη που χαρακτηρίζεται από το φυσικό και ευχάριστο ρυθμό της, θα μπορούσαμε να πούμε, ίσως με μια δόση υπερβολής, ότι συνοψίζει τη φιλοσοφία του κειμένου.

Όλα εξελίσσονται αργά και με το δεδομένο ότι χρόνος υπάρχει, παρόλο που «οι ήρωες» είναι βετεράνοι του στρατού, έγκλειστοι σε γεροκομείο, και περνούν εκεί τις τελευταίες ώρες τους παρακολουθώντας αγαπημένους τους να «φεύγουν» και καταστρώνοντας το τέλειο σχέδιο για απόδραση.

Στην πικρή κωμωδία του Gerald Sibleyras (τέσσερις υποψηφιότητες για το Βραβείο Molière και το Βραβείο Olivier Νέας Κωμωδίας το 2006) οι τρεις πρωταγωνιστές, όλοι με ισάξιους ρόλους, συναντιούνται και στις έξι σκηνές του έργου, καθημερινά στην ίδια ταράτσα ενός γηροκομείου. Εκεί, άλλοτε κουβεντιάζοντας, άλλοτε μαλώνοντας και άλλοτε φιλοσοφώντας, προσπαθούν να ξεπεράσουν τη μιζέρια του ιδρύματος που τους φιλοξενεί και να αποδεχτούν ότι οι παλιές δόξες έχουν παρέλθει. Δημιουργούν ένα δικό τους παραμύθι, καταστρώνουν ένα τέλειο σχέδιο διαφυγής. Βρίσκουν έναν ακόμα αναπάντεχο συνοδοιπόρο και όλοι μαζί είναι πανέτοιμοι να δραπετεύσουν από ό,τι τους προκαλεί θλίψη. Οι τρεις ηλικιωμένοι απόστρατοι γίνονται ήρωες της καθημερινότητας, παλεύοντας με τον αιώνιο εχθρό, το χρόνο, που κανένας ποτέ δεν νίκησε.

Ο Μιλιβόγεβιτς, όπως προκύπτει από τη σκηνοθεσία του, δείχνει να συνειδητοποιεί τον πυρήνα του έργου και τον τεράστιο ερμηνευτικό θησαυρό που έχει αξιοποιώντας πλήρως τους τρεις εκλεκτούς πρωταγωνιστές του. Φαίνεται ότι έχει δουλέψει εξονυχιστικά τις μεταξύ τους σχέσεις και καταφέρνει να δημιουργήσει σκηνές που ταυτίζονται με την αληθινή ζωή.

Οι Γιάννης Φέρτης, Δημήτρης Πιατάς και Ιεροκλής Μιχαηλίδης έστησαν ένα δικό τους σύμπαν με μοναδικές ατμόσφαιρες, εξισορροπώντας εντυπωσιακά ανάμεσα στο χιούμορ και στο δραματικό στοιχείο και αναδεικνύοντας τις παύσεις ως το καθηλωτικό χαρτί τους. Με άριστη σκηνική χημεία, αποφεύγοντας με μαεστρία την απειλή της μανιέρας τους, που ενίοτε καιροφυλακτούσε, υποδήλωσαν με τρόπο πειστικό και άμεσο το αδιέξοδο των ηρώων τους.

Ο Γιάννης Φέρτης υποδύεται τον Φερνάν, έναν απόστρατο που, εξαιτίας ενός βλήματος στο κεφάλι, έχει σύντομα περιστατικά λιποθυμίας και επανέρχεται φωνάζοντας μια συγκεκριμένη φράση. Η ερμηνεία του είναι λιτή και συνάμα ουσιαστική.

Ο Δημήτρης Πιατάς πλάθει έναν εξαιρετικό Ρενέ, έναν απόστρατο που κουτσαίνει έπειτα από ένα τραύμα στο πόδι. Μοιάζει η ήρεμη δύναμη της παρέας αλλά πιο παιδί από όλους. Ο ηθοποιός με τα εκφραστικά του μέσα σε εγρήγορση χρωμάτισε ζωηρά και με κέφι κάθε φράση του.

Ο τρίτος της παρέας είναι ο Γουσταύο, τον οποίο υποδύεται ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης. Ηγετική προσωπικότητα, εκείνος που καταστρώνει όλα τα σχέδια. Ο ηθοποιός είναι απολαυστικότατος στις περιγραφές του και ακαταμάχητος στις σκηνές συνόλου, όπου ξεσηκώνει το team ‒ ξεκαρδιστικό το στιγμιότυπο της γυμναστικής.

Η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού συλλαμβάνει το πνεύμα της παράστασης και όλο αυτό το αδιέξοδο παιχνίδι των ηρώων με το χρόνο, καταθέτοντας παράλληλα το δικό της σχόλιο.

Το σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά είναι ικανοποιητικό και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ το αναδεικνύουν.

Όσο για τα κοστούμια του Μιχάλη Σδούγκου, είναι καλαίσθητα.

Στους «Ήρωες» σε κερδίζουν η απλότητα και το χιούμορ της ιστορίας καθώς και οι τρεις σπουδαίοι ηθοποιοί, που, σαν μια άλλη εκδοχή του «Περιμένοντας τον Γκοντό», μοιάζουν σπαρακτικά οικείοι μέσα στο αδιέξοδό τους…

Πηγή: τέχνες Plus

Espa Banner
Μετάβαση στο περιεχόμενο